effect


effect
Προφορά

{ı’fekt}

(Ουσιαστικό)
● αποτέλεσμα
● δράση
● ενέργεια
● επίδραση
● πράξη
● εντύπωση
● εφφέ
● σκοπός

(Ρήμα)
● κατορθώνω
● επιτελώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.