disruption Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply disruptionΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/d/disruption.mp3{dıs’rʌpʃən} (Ουσιαστικό)● διάρρηξη● διάσπαση● αναστάτωση● αποδιοργάνωση● άρνηση πρόσβασης Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση