disruption


disruption
Προφορά

{dıs’rʌpʃən}

(Ουσιαστικό)
● διάρρηξη
● διάσπαση
● αναστάτωση
● αποδιοργάνωση
● άρνηση πρόσβασης

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.