discriminating


discriminating
Προφορά

{dı’skrımə,neıtıŋ}

(Ουσιαστικό)
● οξυδερκής

(Επίθετο)
● διαφορικός
● δυνάμενος να διακρίνει
● λεπτολόγος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.