direct


direct
Προφορά

{də’rekt, daı’rekt}

(Επίθετο)
● ευθύς
● άμεσος
● ειλικρινής

(Ρήμα)
● διευθύνω
● απευθύνω
● κατευθύνω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.