dinghy


dinghy
Προφορά

{‘dıŋgı}

(Επίθετο)
● μικρή λέμβος πλοίου

(Ουσιαστικό)
● λέμβος
● πλοιάριο
● λαστιχένια βάρκα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.