dinghy Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply dinghyΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/d/dinghy.mp3{‘dıŋgı} (Επίθετο)● μικρή λέμβος πλοίου (Ουσιαστικό)● λέμβος● πλοιάριο● λαστιχένια βάρκα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση