corn


corn
Προφορά

{kɔ:rn}

(Ουσιαστικό)
● σπείρι
● σιτάρι
● σιτηρά
● κάλος
● δημητριακά
● καλαμπόκι
● αραβόσιτος

(Ρήμα)
● παστώνω
● αλατίζω
● διατηρώ τρόφιμα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.