corn Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply cornΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/corn.mp3{kɔ:rn} (Ουσιαστικό)● σπείρι● σιτάρι● σιτηρά● κάλος● δημητριακά● καλαμπόκι● αραβόσιτος (Ρήμα)● παστώνω● αλατίζω● διατηρώ τρόφιμα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση