confirmed


confirmed
Προφορά

{kən’fɜ:rmd}

(Επίθετο)
● επιβεβαιωμένος
● επικυρωμένος
● αποδεδειγμένος
● αθεράπευτος
● αμετάπειστος
● αδιόρθωτος
● έμμονος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.