condition


condition
Προφορά

{kən’dıʃən}

(Ουσιαστικό)
● όρος
● προϋπόθεση
● κατάσταση
● θέση

(Ρήμα)
● θέτω υπό όρους
● εθίζω
● επανακαθιστώ
● τελώ υπό αίρεση
● εξαρτώ
● διέπω

└[Εκφράσεις]┘
● on one condition = υπό έναν όρο

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.