condition Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply conditionΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/condition.mp3{kən’dıʃən} (Ουσιαστικό)● όρος● προϋπόθεση● κατάσταση● θέση (Ρήμα)● θέτω υπό όρους● εθίζω● επανακαθιστώ● τελώ υπό αίρεση● εξαρτώ● διέπω └[Εκφράσεις]┘● on one condition = υπό έναν όρο Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση