concurrent


concurrent
Προφορά

{kən’kɜ:rənt, kən’kʌrənt}

(Επίθετο)
● σύμφωνος
● συμφωνών
● ταυτόχρονος

(Ουσιαστικό)
● συμπίπτων
● συντρέχων

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.