command


command
Προφορά

{kə’mænd}

(Ουσιαστικό)
● εντολή
● προσταγή
● διαταγή
● διοίκηση
● ηγεσία
● κυριαρχία

(Ρήμα)
● προστάζω
● διοικώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.