coke Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply cokeΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/coke.mp3{kəʋk} (Ουσιαστικό)● ημίκαυστος άνθρακας● κοκ● κόκα κόλα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση