cohort Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply cohortΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/cohort.mp3{‘kəʋhɔ:rt} (Ουσιαστικό)● σώμα στρατού● λόχος στρατού Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση