cock


cock
Προφορά

{kɒk}

(Ουσιαστικό)
● αλέκτωρ
● κόκορας
● κόκορας όπλου
● λύκος πυροβόλου
● στρόφιγξ
● πετεινός
● κάνουλα
● ψωλή

(Ρήμα)
● ανορθούμαι
● στηλώνω
● υπερηφανεύομαι
● κλείνω το μάτι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.