cock Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply cockΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/cock.mp3{kɒk} (Ουσιαστικό)● αλέκτωρ● κόκορας● κόκορας όπλου● λύκος πυροβόλου● στρόφιγξ● πετεινός● κάνουλα● ψωλή (Ρήμα)● ανορθούμαι● στηλώνω● υπερηφανεύομαι● κλείνω το μάτι Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση