clutch Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply clutchΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/clutch.mp3{klʌtʃ} (Ουσιαστικό)● αυγά εκκολάψεως● λαβή● ντεμπραγιάζ● συμπλέκτης● συσφιγκτήρας● αμπραγιάζ● άρπαγμα (Ρήμα)● πιάνω● αρπάζω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση