clot


clot
Προφορά

{klɒt}

(Επίθετο)
● ηλίθιος

(Ουσιαστικό)
● θρόμβος αίματος
● σβόλος
● θόρυβος αίματος

(Ρήμα)
● σβολιάζω αίμα
● πήζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.