clot Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply clotΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/clot.mp3{klɒt} (Επίθετο)● ηλίθιος (Ουσιαστικό)● θρόμβος αίματος● σβόλος● θόρυβος αίματος (Ρήμα)● σβολιάζω αίμα● πήζω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση