clamp


clamp
Προφορά

{klæmp}

(Ουσιαστικό)
● συσφιγκτήρας
● μέγγενη
● σφιγκτήρ
● σφιγκτήρας

(Ρήμα)
● σφίγγω
● συσφίγγω
● ασκώ πίεση

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.