claim


claim
Προφορά

{kleım}

(Ουσιαστικό)
● αξίωση
● απαίτηση
● διεκδίκηση
● ισχυρισμός

(Ρήμα)
● απαιτώ
● διεκδικώ
● ισχυρίζομαι
● αξιώ

(Ουσιαστικό)
● απαιτητής
● διεκδικητής

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.