chip


chip
Προφορά

{tʃıp}

(Ουσιαστικό)
● θραύσμα
● απόκομμα
● ρίνισμα
● παρασχίδα
● πελεκούδι
● ολοκληρωμένο κύκλωμα
● μάρκα ρουλέτας
● τσιπ

(Ρήμα)
● κόπτω
● πελεκώ
● κόβω κομματάκια

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.