cause Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply causeΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/cause.mp3{kɔ:z} (Ουσιαστικό)● αιτία● αίτιο● αφορμή● λόγος● πρόξενος● σκοπός● υπόθεση (Ρήμα)● προκαλώ● γίνομαι αιτία● προξενώ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση