cause


cause
Προφορά

{kɔ:z}

(Ουσιαστικό)
● αιτία
● αίτιο
● αφορμή
● λόγος
● πρόξενος
● σκοπός
● υπόθεση

(Ρήμα)
● προκαλώ
● γίνομαι αιτία
● προξενώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.