cash


cash
Προφορά

{kæʃ}

(Ουσιαστικό)
● μετρητά
● ρευστό χρήμα
● μετρητά χρήματα

(Ρήμα)
● εισπράττω
● εξαργυρώνω

└[Εκφράσεις]┘
● in cash = μετρητοίς
● not cashed = ανεξαργύρωτος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.