carping


carping
Προφορά

{‘kɑ:rpıŋ}

(Επίθετο)
● επικριτικός
● κακόβουλος
● γκρινιάρικος

(Ουσιαστικό)
● μορφή

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.