cap


cap
Προφορά

{kæp}

(Ουσιαστικό)
● κάψουλα
● καπέλο
● κασκέτο
● σκούφος
● καπάκι
● τραγιάσκα
● κάλυμμα
● καψούλι
● πηλήκιο
● πώμα
● τάπα
● κούκος

(Ρήμα)
● καλύπτω
● υπερτερώ
● υπερβάλλω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.