canonize


canonize
Προφορά

{‘kænə,naız}

(Ρήμα)
● κατατάσσω μεταξύ των άγιων
● ανακηρύσσω άγιο
● καθιερώνω
● canon law

(Ουσιαστικό)
● εκκλησιαστικό δίκαιο
● κανονικό δίκαιο

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.