canker Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply cankerΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/canker.mp3{‘kæŋkər} (Ουσιαστικό)● έλκος του στομάχου● πληγή● σαράκι● φαγέδαινα● καρκίνωμα (Ρήμα)● κατατρωώω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση