call


call
Προφορά

{kɔ:l}

(Ουσιαστικό)
● κραυγή
● πρόσκληση
● συνδιάλεξη
● φωνή
● ζήτηση
● επίσκεψη
● αιτία

(Ρήμα)
● επισκέπτομαι
● καλώ
● αποκαλώ
● ονομάζω
● φωνάζω

└[Εκφράσεις]┘
● I want to call = θέλω να τηλεφωνήσω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.