cake


cake
Προφορά

{keık}

(Ουσιαστικό)
● τούρτα
● πίτα
● κουλούρα
● κέικ
● γλύκισμα
● επίπαγος
● κρούστα
● πέτσα
● πλάκα

└[Εκφράσεις]┘
● a piece of cake = κάτι πολύ εύκολο

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.