cache Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply cacheΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/cache.mp3{kæʃ} (Ουσιαστικό)● κρυφή μνήμη● κρύπτη● κρυψώνας● κρησφύγετο (Ρήμα)● κρύβω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση