cache


cache
Προφορά

{kæʃ}

(Ουσιαστικό)
● κρυφή μνήμη
● κρύπτη
● κρυψώνας
● κρησφύγετο

(Ρήμα)
● κρύβω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.