buffer Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply bufferΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/b/buffer.mp3{‘bʌfər} (Ουσιαστικό)● εξουδετερώτης● προφυλακτήρας● στιλβώτρο● σύγκρουση● ρυθμιστής Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση