blanket


blanket
Προφορά

{‘blæŋkıt}

(Επίθετο)
● ευρύς
● καθολικός

(Ουσιαστικό)
● πάπλωμα
● κουβέρτα
● κλινοσκέπασμα
● τσόχα

(Ρήμα)
● καλύπτω
● σκεπάζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.