biweekly


biweekly
Προφορά

{baı’wi:klı}

(Επίθετο)
● δισεβδομαδιαίος
● δεκαπενθήμερος

(Επίρρημα)
● ανά δύο εβδομάδες

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.