billet


billet
Προφορά

{‘bılıt}

(Ουσιαστικό)
● κατάλυμα στρατού
● δελτίο παραχώρησης καταλύματος σε στρατιώτη
● κορμός ξύλου

(Ρήμα)
● καταυλίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.