batten


batten
Προφορά

{‘bætən}

(Ουσιαστικό)
● σανίδα πατώματος
● σανίδα οροφής
● πήχης
● κτένι αργαλείου

(Ρήμα)
● σανιδώνω
● στερεώνω
● πλουτίζω σε βάρος άλλου
● παχαίνω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.