bail


bail
Προφορά

{beıl}

(Ουσιαστικό)
● εγγύηση
● εγγυητής

(Ρήμα)
● αντλώ βάρκα από νερά
● αδειάζω βάρκα από νερά
● εγγυώμαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.