bail Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply bailΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/b/bail.mp3{beıl} (Ουσιαστικό)● εγγύηση● εγγυητής (Ρήμα)● αντλώ βάρκα από νερά● αδειάζω βάρκα από νερά● εγγυώμαι Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση