bag


bag
Προφορά

{bæg}

(Ουσιαστικό)
● σάκος
● σάκκος
● σακκούλα
● σακούλα
● ταγάρι

(Ρήμα)
● θέτω εντός σακούλας
● σακουλιάζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.