abound


abound
Προφορά

{ə’baʋnd}

(Ρήμα)
● βρίθω
● υπάρχω εν αφθονία
● αφθονώ
● θρίβω

└[Εκφράσεις]┘
● abound in = βρίθω
● abound with = είμαι γεμάτος από

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.