abortive


abortive
Προφορά

{ə’bɔ:rtıv}

(Ουσιαστικό)
● ανεπιτυχής
● αμβλωτικό φάρμακο

(Επίθετο)
● άκαρπος
● άνευ αποτελέσματος
● αποτυχών (επί σχεδίων)
● θνησιγενής
● εκτρωματικός

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.