abortion Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply abortionΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/a/abortion.mp3{ə’bɔ:rʃən} (Ουσιαστικό)● έκτρωμα● έκτρωση● εξάμβλωμα● εξάμβλωση● άμβλωση● έκτρωσις● τέρας● αποτυχία● αναστολή (έργου, σχέδιου. προσπάθειασ)● αποβολή● διακοπή ανάπτυξης● διακοπή Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση