abort


abort
Προφορά

{ə’bɔ:rt}

(Ρήμα)
● κάνω αποβολή
● κάνω έκτρωση
● προκαλώ έκτρωση εις
● τίκτω πρόωρος
● ρίχνω (κοιν.)
● αποτυχγάνω εξ’ αρχής
● αποβαίνω άκαρπος
● ανατρέπω εξ’ αρχής
● αναστέλλω
● διακόπτομαι
● διακόπτω
● αμβλώνω
● απορρίχνω
● εξαμβλώνω
● ματαιώνομαι
● ματαιώνω
● ναυαγώ
● υφίσταμαι διακοπή ανάπτυξης
● αποβάλλω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.