aboriginal


aboriginal
Προφορά

{,æbə’rıdʒənəl}

(Επίθετο)
● αρχέγονος
● αυτοχθών
● ιθαγενής
● ιθαγενές
● πρωτόγονος

(Ουσιαστικό)
● ιθαγενής
● ιθαγενές ζώο ή φυτό

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.