abolitionist Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply abolitionistΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/a/abolitionist.mp3{,æbə’lıʃənıst} (Ουσιαστικό)● κάποιος που τάσεται υπέρ κατάργησης της δουλειάς Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση