abolish


abolish
Προφορά

{ə’bɒlıʃ}

(Ρήμα)
● καταργώ
● θέτω τέρμα εις
● ακυρώνω
● καταλύω

└[Εκφράσεις]┘
● not abolished = ακατάργητος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.