abode Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply abodeΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/a/abode.mp3{ə’bəʋd} (Ουσιαστικό)● τόπος διαμονής● κατοικία● καταφύγιο● διαμονή● – αόρ. του ‘abide’ └[Εκφράσεις]┘● of no fixed abode = χωρίς μόνιμη κατοικία Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση