able-bodied


able-bodied
Προφορά

{‘eıbəl,bɒdıd}

(Επίθετο)
● αρτιμελής
● γερός
● υγιής
● εύρωστος
● ικανός
● σωματικός

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.