ablation


ablation
Προφορά

{æb’leıʃən}

(Ουσιαστικό)
● αποκόλληση
● αποκόμιση πετρωμάτων
● απομάκρυνση πετρωμάτων
● αφαίρεση
● εκτομή

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.