abeyance
Προφορά
{ə’beıəns}
(Ουσιαστικό)
● αναβολή
● αναστολή
● απροσέλευστος
● εκρεμότητα
● εκκρεμότης
● εκκρεμότητα
● προσωρινή αδράνεια
● σχολάζων (νομ.)
└[Εκφράσεις]┘
● go into abeyance = πέφτω σε αχρηστία
● in abeyance = σε αχρηστία
● σε εκκρεμότητα
Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση