abdicate Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply abdicateΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/a/abdicate.mp3{‘æbdə,keıt} (Ρήμα)● παραιτούμαι● αρνούμαι αξίωμα● παραιτούμαι δικαιωμάτων● παραιτούμαι της εξουσίας● παραιτούμαι τού θρόνου● εγκαταλείπω● απαρνούμαι Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση