abdicate


abdicate
Προφορά

{‘æbdə,keıt}

(Ρήμα)
● παραιτούμαι
● αρνούμαι αξίωμα
● παραιτούμαι δικαιωμάτων
● παραιτούμαι της εξουσίας
● παραιτούμαι τού θρόνου
● εγκαταλείπω
● απαρνούμαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.