Jezebel


Jezebel
Προφορά

{‘dʒezə,bel}

(Ουσιαστικό)
● έκφυλη γυναίκα
● ξεδιάντροπη

(Κύριο ουσιαστικό)
● Ιεζαβέλ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.