αντιπυραυλικός


αντιπυραυλικός
Προφορά

Ετυμολογία
αντιπυραυλικός αντί + πυραυλικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αντιπυραυλικός -ή, -ό

✦ που εξουδετερώνει τη δράση των πυραύλων, που καταστρέφει τους πυραύλους: αντιπυραυλικά συστήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.