αντιπαραγωγικός


αντιπαραγωγικός
Προφορά

Ετυμολογία
αντιπαραγωγικός αντί + παραγωγικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αντιπαραγωγικός -ή, -ό

✦ ο μη παραγωγικός, που δεν παράγει ή που εμποδίζει την παραγωγή έργου: αντιπαραγωγική νοοτροπία του δημοσίου τομέα και της κρατικής μηχανής (Οικονομικός Ταχυδρόμος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.