αντιλήπτωρ
Προφορά
Ετυμολογία
αντιλήπτωρ μεταγενέστερη ελληνική ἀντιλήπτωρ
Ερμηνεία
αντιλήπτωρ
✦ προστάτης, βοηθός
✦ (νομ.) ο διοριζόμενος από δικαστήριο για να συναινεί σε πράξεις προσώπων με διφορούμενη διανοητική κατάσταση (φρενοπαθείς, άσωτοι)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–